.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

ΟΤΑΝ Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΤΑ "ΕΠΑΙΡΝΕ" ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ

      

      Εκτός από την "εθνική αντίσταση" (δεξιόστροφη και αριστερόστροφη), ένας από τους πλέον διαδεδομένους μύθους της (β)ρωμηοσύνης είναι και η (επίσης δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη) "εθνική αντίσταση" στη χούντα. Η αλήθεια είναι ότι σύμπας ο πολιτικός (υπο)κόσμος (όπως άλλωστε και η ελληνοχριστιανή ρωμηοκοινωνία την οποία εξέφραζε) έκανε επίδειξη νομιμοφροσύνης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974. Ειδικά η σταλινική προπαγάνδα έδρασε -και δρα- σαν το αριστερό χέρι της χούντας εναντίον του μόνου πραγματικού αντιπάλου, τόσο της χούντας όσο και της κοινοβουλευτικής "δημοκρατίας": τής άναρχης, κομματικά ξεμάντρωτης, δυτικότροπης ("χίππικης") νεολαίας, από την οποία και μόνο προήλθαν όλες οι συγκρούσεις (οδομαχίες κλπ.) με το καθεστώς κατά τη διάρκεια της επταετίας (και της μεταπολίτευσης), και η οποία υπέστη "προνομιακά" την ελληνοχριστιανική "στοργή" των ταγών του: αστυνομικές "επιχειρήσεις αρετής", προσαγωγές, κουρέματα, ξυλοδαρμοί μέσα κι έξω απ' τα αστυνομικά τμήματα, απαγορεύσεις εντύπων (όπως το underground θεματολογίας φοιτητικό περιοδικό Πρωτοπορία, που πρόλαβε κι έβγαλε δύο μόνο τεύχη στα τέλη του 1971 και αρχές του 1972)  κλπ. Αυτή η κατάσταση διωγμού συνεχίστηκε με μικροδιαφορές και στη μεταπολίτευση, αφού οι γενεσιουργοί αιτίες της δεν αφορούσαν σε κάποιον ανέξοδο "αντιφασισμό" αλλά σε συνολική αμφισβήτηση ενός καθεστωτικού "νομίσματος", του οποίου ο "κοινοβουλευτισμός" και ο "φασισμός" αποτελούν απλώς τις δύο όψεις του.

    Η προπαγανδιζόμενη από το 1967 έως σήμερα μυθευματική αντίληψη ότι η χούντα θεωρούσε ως αντίπαλό της την αριστερά ενώ άφηνε ανενόχλητους τους "ακίνδυνους χίππηδες", δεν αποσκοπεί απλώς στο να αποσιωπηθεί η νομιμοφροσύνη των σταλινικών προς τη χούντα. Αποσκοπεί επίσης στο να ... πατενταριστεί το ονοπώλιο" του ενδοκοινωνικού πολέμου από μια αριστερά/πυροσβέστη που ανέκαθεν τον υπονόμευε (πάγια τακτική των σταλινικών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη). Για να κατορθωθεί αυτό, θα έπρεπε από πλευράς προπαγανδιστικής τακτικής να υποτιμηθεί αναδρομικά (δηλαδή από το 1965 ήδη) η "ολέθρια" πολιτική επιρροή τής διεθνούς underground κουλτούρας στην εγχώρια νεολαία (ακόμα και στην αριστερίζουσα) και να αποκρυφθεί η ακατάσχετη "φυλλοροή" τής νεανικής δυνητικής "πελατείας" τής αριστεράς προς τον λεγόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο, ο οποίος είχε αρχίσει να σχηματίζεται (όπως θα δούμε) ήδη από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Η σταλινική αυτή κοπτοραπτική υπηρετήθηκε μεταγενέστερα (και μέχρι σήμερα) και από μερίδα -κομματικά στρατευμένων- μουσικών δημοσιογράφων, όπως ο (συνονόματος του νυν συριζοπασόκου δ/ντή τού κομματικού ρ/σ τού ΣΥΡΙΖΑ) Κώστας Αρβανίτης, συγγραφέας της "έρευνας" Το ανήλικο ροκ στην περίοδο τής δικτατορίας (περιοδικό Μουσική, τεύχος Απριλίου 1984), αλλά και από διάφορους άλλους.

     Το αποκορύφωμα της χουντοσταλινικής νομιμοφροσύνης (και συνεργασίας) ήταν φυσικά η επίσημη και καταγεγραμμένη συκοφάντηση των καταληψιών του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 ("απαρχής του αυτόνομου κινήματος" κατά τον Γιώργο Οικονόμου), ως προβοκατόρων της Κ.Υ.Π. (φύλλο αρ. 8 της κνίτικης Πανσπουδαστικής, Φεβρουάριος 1974). Η σταλινική (και ευρωσταλινική) αριστερά δεν επιθυμούσε ποτέ επαναστατική (και ειδικά νεολαιίστικη) ρήξη με το χουντικό καθεστώς, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να την ελέγξει (=καπελώσει και εκτρέψει) κατά τη γνωστή ιστορικώς πάγια τακτική της. Επιπλέον ούτε η Ε."Σ"."Σ"."Δ" θα στήριζε ένα αριστερό πραξικόπημα στην Ελλάδα, όπως το ονειρευόταν ανέκαθεν η εγχώρια αριστερά, 
σταλινική και ευρωσταλινική. Γι' αυτό η σταλινική (και ευρωσταλινική) αριστερά προτιμούσε "ομαλή" μετάβαση στη "δημοκρατία", ώστε να πλασαριστεί σε αυτήν ως "νόμιμος φορέας" και συνδιαχειριστής της εξουσίας. Αυτό προϋπέθετε να έχει να επιδείξει εχέγγυα καθεστωτικής νομιμοφροσύνης (ακόμα και προς τις χουντικές κυβερνήσεις) όταν θα ερχόταν η "δημοκρατία". Εξάλλου δεξιοί κι αριστεροί πολιτικάντηδες γνώριζαν και γνωρίζουν ότι η "δημοκρατία" κάλεσε τους συνταγματάρχες (όπως τον Μεταξά κ.α. στο παρελθόν) και ότι μεταξύ κοινοβουλευτικής "δημοκρατίας" και "δικτατορίας" δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή (αυτές είναι αποπροσανατολιστικές σχηματοποιήσεις για το ψηφοφόρο ποίμνιο).

     Μέχρι όμως να φτάσει σε αυτή τη δωσιλογική της παράκρουση, η "παραδοσιακή" αριστερά χρηματοδοτείτο, όπως θα δούμε, για τις καλές υπηρεσίες της από τους αμερικανούς πάτρωνες τής χούντας. Ενώ την ίδια περίοδο (1967 κ.ε.), οι χιλιάδες χρήσιμοι ηλίθιοι του σταλινικού ποιμνίου στοιβάζονταν υπάκουα στα ξερονήσια, όπου την έβγαζαν με νηστεία και προσευχή, όπως άλλωστε τους είχαν διατάξει οι αμερικανο-επιχορηγούμενοι κομματικοί βοσκοί τους. Γι' αυτή τη νομοταγή της συμπεριφορά προς τη χούντα, η αριστερά στην Ελλάδα κέρδισε την εμπιστοσύνη τού καθεστώτος και απολαμβάνει πολιτικής ασυλίας από το 1974. 
    Εκεί ακριβώς (δηλαδή στην αριστερή νομιμοφροσύνη και στη δεξιά αναγνώρισή της) βασίστηκε η μεταπολιτευτική κατασκευή της λεγόμενης -δεξιόστροφης και αριστερόστροφης- "συναίνεσης" (προς το καθεστώς). Ενώ όποιος εξακολουθούσε να μην "συναινεί", θα υπαγόταν έκτοτε σε ό,τι στην ορολογία της πολιτικής και της νομικής επιστήμης αποκαλείται "κατάσταση εξαίρεσης". Η κατάσταση εξαίρεσης αφορούσε φυσικά και κυρίως στον γενικώς ειπείν αντιεξουσιαστικό χώρο, ο οποίος είχε αρχίσει να διαμορφώνεται επί δικτατορίας υπό την επιρροή του "πνεύματος του '68" και του διεθνούς underground φαινομένου. 
   
    
 Παρακάτω αναδημοσιεύω μερικά σχετικά αποσπάσματα από την εργασία του Νίκου Σούζα, "Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου" - Πολιτική και κουλτούρα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (1974-1998), εκδόσεις Ναυτίλος, Θεσσαλονίκη 2015. Πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα, που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθήνας. 
     Η εικονογράφηση και τα τονισμένα στοιχεία είναι από εμένα.


  
    […] στη λεγόμενη μετεμφυλιακή περίοδο, η δραστηριοποίηση πέραν της παραδοσιακής αριστεράς θα εκφραστεί κυρίως με όρους πολιτισμικούς.  Κομβικός φαίνεται πως είναι ο ρόλος κάποιων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως είναι π.χ. ο Κούρος  (που εκδίδεται από τον πολυγραφότατο Λεωνίδα Χρηστάκη ήδη από το 1959) ή το  Πάλι (που εκδίδεται από το 1963 και συσπειρώνει πολυτάλαντους δημιουργούς όπως ο Γιώργος Μακρής, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Δημήτρης Πουλικάκος και ο Πάνος Κουτρουμπούσης) και τα οποία διακρίνονται για τον έντονα συμμετοχικό τους χαρακτήρα και τη γενικότερη προσπάθειά τους να διαρρήξουν τις κατεστημένες πολιτικές και πολιτισμικές νόρμες. 

    […] Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτός ο ολοένα διευρυνόμενος κύκλος πολιτικοποιημένων φυσιογνωμιών, ο οποίος συγκροτείται πέραν την ορθόδοξης αριστεράς και στρέφει τον προσανατολισμό του προς διάφορες πολιτισμικές καινοτομίες της Δύσης, σταδιακά τέμνεται με το επίσης καινούριο και δυτικό φαινόμενο του «Rock ’n’ Roll»5, με χαρακτηριστικότερους ίσως «κόμβους» τις περιπτώσεις των Δημήτρη Πουλικάκου και Τάσου Φαληρέα. Η εμφάνιση του  «Rock ’n’ Roll» στην Ελλάδα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 θα προκαλέσει τις θυελλώδεις αντιδράσεις ενός ευρέος κοινωνικό-πολιτικού φάσματος, το οποίο περιλαμβάνει και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.), καθώς το τότε δημοσιογραφικό της όργανο - η  εφημερίδα Αυγή- φιλοξενεί συχνά άρθρα δριμείας κριτικής για αυτήν την αμερικάνικης προέλευσης μουσικό-χορευτική μόδα, η οποία προωθεί στη νεολαία μια «απολίτικη» και «ανήθικη» στάση,  «φθοροποιό» και «επικίνδυνη» για τα ιδεώδη της ελληνικής παράδοσης6. 

    [...] Την περίοδο, λοιπόν, που η κυρίαρχη αριστερή κουλτούρα μοιάζει να περιστρέφεται κυρίως  γύρω από τη ματαίωση, το πένθος και την απαισιοδοξία, εσωτερικεύοντας κατά κάποιον τρόπο την ήττα του Εμφυλίου και επιμένοντας στην αντί-αμερικανική ρητορική7, αναδύεται με τρόπο αυθόρμητο και ακατέργαστο μια νέα υποκειμενικότητα, η οποία αντιδρά σε αυτήν την εξέλιξη και στρέφεται προς πολιτισμικά προϊόντα αμερικάνικης προέλευσης (όπως είναι η Beat λογοτεχνία και το Rock ’n’ Roll), τα οποία εξυμνούν ακριβώς τον ηδονισμό και την απόλαυση. 
    Σύμφωνα, ωστόσο, με την ανάλυση του Κώστα Κατσάπη8, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών που συντελείται διεθνώς τη δεκαετία του ’60 δεν θα επηρεάσει μόνο την ανένταχτη, αλλά και την αριστερή νεολαία της Ελλάδας. Ο Κατσάπης  κωδικοποιεί τη γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση της αριστερής ελληνικής νεολαίας που συντελείται με την εμφάνιση του κινήματος «1-1-4», τη δημιουργία των «Λαμπράκηδων» ή τα «Ιουλιανά» ως πολιτική αμφισβήτηση, η οποία συχνά στρέφεται επίσης εναντίον της νοοτροπίας του ενήλικου κόσμου της αριστεράς, ενώ παρατηρεί τη σχεδόν ταυτόχρονη ανάδυση της λεγόμενης αμφισβήτησης της καθημερινότητας, η οποία δεν αφορά επίσημες οργανώσεις, αλλά ένα είδος άτυπης συλλογικής ταυτότητας που διαμορφώνεται γύρω από παράλληλες μοριακές προσπάθειες άμεσης υλοποίησης των επιθυμιών. Μουσικά, η πρώτη περίπτωση θα εκφραστεί μέσα από τα τραγούδια πολιτικής διαμαρτυρίας του Μπομπ Ντύλαν και του Διονύση Σαββόπουλου -της πλέον αξιοσημείωτης «εγχώριας “περίπτωσης Ντύλαν”»9-, ενώ η δεύτερη μέσα από τη μετεξέλιξη του «Rock n Roll» σε «Rock μουσική» και συγκεκριμένα  μέσα από συγκροτήματα όπως οι Beatles και οι Rolling Stones. Μάλιστα, ελάχιστες μέρες πριν το πραξικόπημα της  21ης Απριλίου 1967, θα λάβουν χώρα και οι αντίστοιχες συναυλίες των Σαββόπουλου, Λοΐζου, Φαραντούρη αφενός και Rolling Stones αφετέρου, με την τελευταία να σημαδεύεται από σημαντικά επεισόδια μεταξύ της αστυνομίας και εκείνης της τάσης που περιγράφεται, εν προκειμένω, ως αμφισβήτηση της καθημερινότητας. Από το έτος - ορόσημο «1968» και μετά, οι δύο όψεις του «προβλήματος νεολαία» φαίνεται να συγκλίνουν, με την αμφισβήτηση της καθημερινότητας να επικρατεί τρόπον τινά ως τάση [...]



      Rolling Stones, Αθήνα, γήπεδο Παναθηναϊκού, 17  Απριλίου 1967, λίγο πριν πέσει (με την έγκριση της δεξιάς και της αριστεράς του καθεστώτος) το πρώτο αστυνομικό ξύλο εναντίον του καλύτερου κομματιού της ελληνικής νεολαίας
        Ερώτηση: ο μπάτσος "πρώτο τραπέζι πίστα" είναι ... groupie του συγκροτήματος; 


 [...] Πρόκειται για μια βαθιά τομή στο εγχώριο πολιτικό τραγούδι, δεδομένου πως στα κυρίαρχα μέχρι τότε «ηρωικά και πένθιμα» άσματα του Μίκη Θεοδωράκη, αντιπαραβάλλεται η επιρροή από την αμερικάνικη αντικουλτούρα, την ψυχεδέλεια και τους χίππις, οι οποίοι θα κάνουν την εμφάνισή τους και στην Ελλάδα, προξενώντας μάλιστα με αφορμή την πρώτη εν Αθήναις δημόσια προβολή της ταινίας Woodstock (29/11/1970) ανάλογα επεισόδια με αυτά της συναυλίας των Rolling Stones.13


    
        

    Μια ενδεχόμενη κριτική αυτής της  νέας υποκειμενικότητας ως «lifestyle αντικουλτούρας», που παγιδεύεται στις αξίες και τα νέα καταναλωτικά πρότυπα του αμερικάνικου πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, φαίνεται να προσκρούει στην εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, η οποία  αναδεικνύεται μέσα την περιβόητη υπόθεση των επιχορηγήσεων του αμερικάνικου Ιδρύματος Φορντ (Ford Foundation). 
     Ειδικότερα, από το ’68 και μετά, οι επιχορηγήσεις του εν λόγω ιδρύματος στην Ελλάδα απευθύνονται προνομιακά προς επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες και οργανισμούς ανεξάρτητους από το κράτος. Η αποδοχή της επιχορήγησης από δεκάδες πρόσωπα  -εκ των οποίων αρκετά προέρχονται από την αριστερά- θα πυροδοτήσει έντονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού χώρου και ουσιαστικά τη σφοδρότερη ίσως ιδεολογική διαμάχη στη σύγχρονη Ελλάδα γύρω από τη σχέση εξάρτησης της διανόησης από τα πολιτικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας14. 
      Κομβικός στην ανάδειξη της υπόθεσης φαίνεται πως είναι ο ρόλος του Λεωνίδα Χρηστάκη, ο οποίος προβαίνει στις 15/5/1971 σε διάρρηξη των αθηναϊκών γραφείων του εν λόγω ιδρύματος, κλοπή των καταλόγων των επιχορηγούμενων και εν συνεχεία σε σχετικές δημοσιεύσεις στα περιοδικά του Κούρος και Panderma, οι οποίες προκαλούν ιδιαίτερα έντονες αντιπαραθέσεις15. Η κριτική βασίζεται ως επί το πλείστον στο σκεπτικό ότι η επιβολή ασκείται συγχρόνως «με το μαστίγιο και το καρότο», δηλαδή αφενός καταστέλλοντας και αφετέρου ενσωματώνοντας τις ενδεχόμενες αντιστάσεις. Στα μάτια των πολέμιων των επιχορηγήσεων, τα δύο αυτά εργαλεία επιβολής βρίσκονται στα δύο χέρια του συστήματος, το οποίο έχει την παγκόσμια έδρα του στις Η.Π.Α. Έτσι, το «μαστίγιο» το κρατάει η C.I.A. που θεωρείται υπεύθυνη για το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα και το «καρότο» το Ίδρυμα Φορντ, που υποστηρίζει οικονομικά τους διανοούμενους και τους λοιπούς εκπροσώπους των αντιπάλων της δικτατορίας, προκειμένου να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης16. Από την άλλη πλευρά, πολλοί επιχορηγούμενοι θα απαντήσουν στις επικρίσεις υπερασπιζόμενοι την επιλογή τους, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων τον μετεμφυλιακό αποκλεισμό της αριστερής διανόησης από τη δημόσια ζωή, ο οποίος επιτείνεται επί χούντας και κατ’ επέκταση την έλλειψη οποιασδήποτε άλλης πηγής οικονομικών πόρων για την υλοποίηση του πνευματικού τους έργου. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Ραφαηλίδης υποστηρίζει ότι η αποδοχή της επιχορήγησης «ήταν μια συνεπής εφαρμογή της μαρξιστικής αρχής, σύμφωνα με την οποία το χρήμα από μόνο του, νοούμενο ως αντικείμενο, τοποθετείται πέραν του καλού και του κακού. Γίνεται καλό ή κακό ανάλογα με το ήθος αυτού που το κρατάει στα χέρια του κι όχι αυτού που το δίνει».17 Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η συγκεκριμένη διαμάχη αντανακλά ουσιαστικά τη διαφωνία περί της σχέσης των χρησιμοποιούμενων μέσων με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, που εγείρεται ήδη από τα χρόνια της Α’ Διεθνούς. Τη στιγμή, λοιπόν, που επιχορηγούμενοι αριστεροί, όπως ο Ραφαηλίδης, παραμένουν ρητά συνεπείς με τη μαρξιστική λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», εκπρόσωποι της αναδυόμενης εγχώριας αντικουλτούρας, όπως  ο Χρηστάκης, ασκούν  δριμεία κριτική βάσει μιας προεικονιστικής λογικής, η οποία επιμένει στην προτεραιότητα των μέσων. 
 


       
      Οι δημιουργικές ενασχολήσεις αυτής της νέας υποκειμενικότητας σταδιακά θα συναντηθούν με τις νέες πολιτικές αντιλήψεις του Στίνα και του Καστοριάδη, υπό την επίδραση των οποίων διαμορφώνονται κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας οι πρώτες αναρχικές/αντιεξουσιαστικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες επιθυμώντας να βρίσκονται κοντά στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, κινούνται σε κεντρικά στέκια  της Αθήνας  (όπως είναι επί παραδείγματι το -πρώτο ελληνικό- ροκ δισκοπωλείο, το Pop 11 του Τάσου Φαληρέα επί της οδού Σκουφά18).
      
       [...] Με την Μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία μοιάζει ουσιαστικά για πρώτη φορά έτοιμη να δεχθεί την προοπτική της οριστικής υπέρβασης του «εθνικού διχασμού», καθώς φαίνεται να  ολοκληρώνεται μια μακρά διαδικασία πολιτικών,  κοινωνικών, αλλά  και πολιτισμικών  ζυμώσεων, η οποία  αποσκοπεί  ακριβώς στην κατασκευή της συναίνεσης. 25 

   […] Εμβληματική φυσιογνωμία της «εθνικής ανάτασης», ο Θεοδωράκης θα εκφράσει το κυρίαρχο πολιτικό στίγμα της εποχής με την περίφημη δήλωση «Καραμανλής ή τανκς». Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για ένα ευρύτερο πλαίσιο «εθνικής σύγκλισης», με το νέο πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς να απολαμβάνει μιας αναντίρρητης κοινωνικής αποδοχής. Εξαίρεση σε αυτό το κλίμα ομοψυχίας θα αποτελέσουν οι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές και η άκρα αριστερά, που αντιλαμβάνονται την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, η οποία  όσο κι αν διαφοροποιείται από τη δικτατορία, αποτελεί  κατ’ ουσίαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, δηλαδή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. 
     Αυτού του είδους οι «ενστάσεις» θα κοστίσουν σε αυτούς τους μειονοτικούς πολιτικούς «χώρους» την κατηγορία του «εσωτερικού εχθρού», την οποία το Κ.Κ.Ε. απεκδύεται οριστικά με τη νομιμοποίησή του. Πρακτικά, η κατηγορία του «εσωτερικού εχθρού» σημαίνει την επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης»27  εναντίον  των αναρχικών / αντιεξουσιαστών και της άκρας αριστεράς. Έτσι, δημιουργείται ένας ιδιότυπος φαύλος κύκλος, με την πολιτική απονομιμοποίηση αυτών  των «χώρων» να συνεπάγεται την ποινικοποίηση της δραστηριοποίησής τους και ακολούθως    την ώθησή τους στο περιθώριο του πολιτικού  γίγνεσθαι.28


    
    Το πρώτο από τα δύο τεύχη του φοιτητικού περιοδικού Πρωτοπορία, που εκδιδόταν τέλη του 1971-αρχές του 1972. Όπως φαίνεται από το εξώφυλλο, η θεματολογία του ήταν εναρμονισμένη με τα ζητήματα που απασχολούσαν το διεθνές underground κίνημα της περιόδου. Η δικτατορία απαγόρευσε, φυσικά, την κυκλοφορία του (περισσότερα για αυτό το έντυπο-ορόσημο βλ. Κώστα Κατσάπη, Το "πρόβλημα νεολαία", Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα 2013, σσ. 340-344).



Παραπομπές - σημειώσεις 

5 Βλ. Νίκος Μποζίνης (2008), Ροκ παγκοσμιότητα και ελληνική τοπικότητα: Η κοινωνική ιστορία του ροκ στις χώρες της καταγωγής του και στην Ελλάδα, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 350 και Κώστας Κατσάπης (2013), Το «πρόβλημα νεολαία»: Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη  μεταπολεμική Ελλάδα 1964 -1974, Αθήνα: Απρόβλεπτες Εκδόσεις, σσ. 386-390. 
6 Σχετικά, βλ. Κώστας Κατσάπης (2007), Ήχοι και απόηχοι: Κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967, Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., σσ. 308-316. 
7 Σύμφωνα με τον Γαβριηλίδη, η αντί-αμερικανική ρητορική αξιοποιείται για την εκτόνωση του ενδοεθνικού ανταγωνισμού και τη συνακόλουθη διέξοδο της αριστεράς από το πολιτικό περιθώριο που της έχει κοστίσει ο μανδύας της «εθνικής προδοσίας», ο οποίος της έχει επιβληθεί μετεμφυλιακά. Για μια τέτοια ανάλυση, βλ. Άκης Γαβριηλίδης (2006), Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού: Ρίτσος - Ελύτης Θεοδωράκης – Σβορώνος, Αθήνα: Futura. Σχετικά με την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης και την επιβολή μιας νέας διαιρετικής τομής μεταξύ των νικητών και των ηττημένων ή με άλλα λόγια μεταξύ των αποκλειστικών δικαιούχων της εξουσίας και του λεγόμενου «εσωτερικού εχθρού», βλ. Γεράσιμος Μοσχονάς (1994), «Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990). Περιεχόμενο της τομής και όψεις της στρατηγικής των κομμάτων του «αντιδεξιού υποσυστήματος», στο Νίκος Δεμερτζής (εισ.-επιμ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Αθήνα: Οδυσσέας, σσ. 159-215 και ειδικότερα σσ. 164-166. 
8 Βλ. Κώστας Κατσάπης (2013), σσ. 14-44. 
9 Σχετικά με την επιρροή του Ντύλαν στο έργο του Σαββόπουλου, βλ. Δημήτρης Καράμπελας (2003), Διονύσης Σαββόπουλος: Ποιητική, Παράδοση, Πνεύμα, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 23-28. Για τον όρο «εγχώρια “περίπτωση Ντύλαν”», βλ. Κώστας Κατσάπης (2013), σ. 34. 
13 Σχετικά με τα γεγονότα που σημαδεύουν τη συναυλία των Rolling Stones και την προβολή της ταινίας  Woodstock στην Αθήνα, βλ. Νίκος Μποζίνης (2008), σσ. 141, 333-334, 342-343, Κώστας Κατσάπης (2007), σσ. 365-366, Κώστας Κατσάπης (2013), σσ. 391-400 και Μανώλης Νταλούκας (2012), Ελληνικό ροκ 1945-1990: Ιστορία της νεανικής κουλτούρας από τη γενιά του  Χάους μέχρι το θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου, Αθήνα: Άγκυρα, σσ. 183-184 και 262. 
14 Για μια λεπτομερή παρουσίαση των ονομάτων των επιχορηγούμενων οργανισμών και ατόμων στην Ελλάδα, βλ. την ανακοίνωση του Ιδρύματος Φορντ που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Καθημερινή στις 04/06/75 και αναδημοσιεύεται αυτούσια με τίτλο «Οι χορηγίες του ιδρύματος Φορντ από το 1958 μέχρι το 1974», στα πλαίσια του σχετικού αφιερώματος του περιοδικού Άρδην, τχ. 56, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2005. 
15 Σχετικά, βλ. Λεωνίδας Χρηστάκης (1992), Ο κύριος Αθήναι: Χρονικά μυθιστορίας , επιμ. Ευγενία Αλεξίου, Αθήνα: Δελφίνι, σσ. 89-100. 
16Ενδεικτικά, βλ. την έντονα επικριτική «Ανοιχτή επιστολή προς τους επιχορηγούμενους» της Λιλής Ζωγράφου, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Panderma του Λεωνίδα Χρηστάκη τον Δεκέμβριο του 1972 και η οποία αναδημοσιεύεται στα πλαίσια του σχετικού αφιερώματος του περιοδικού  Άρδην, τχ. 56, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2005. 
17Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Η συνεργασία με το Ίδρυμα Φορντ», που δημοσιεύεται στις 20/10/1991 στην εφημερίδα Έθνος της Κυριακής και αναδημοσιεύεται με τίτλο «Η δύσκολη ζωή ενός Έλληνα» στα πλαίσια του σχετικού αφιερώματος του περιοδικού  Άρδην , τεύχος 56, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2005. Ωστόσο, τέτοιου είδους επιχειρηματολογία αναπτύσσει ο Ραφαηλίδης ήδη από το 1973 στο κείμενό του «Αστική ηθικολογία και Ίδρυμα Φορντ», το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό του Γιάννη Τζαννετάκου Προσανατολισμοί. 
18Σχετικά με την καταλυτική σημασία του Pop 11 ως χώρου καθοριστικών πολιτικών και πολιτισμικών ζυμώσεων της εποχής, βλ. τα εισαγωγικά κείμενα τρίτων που συνοδεύουν την ανθολογία κειμένων και συνεντεύξεων του Τάσου Φαληρέα (2011),  Χαριστική Βολή, Αθήνα: Ιστός και ειδικότερα τις σελίδες 16-17, 24-33. Σχετικά με τη δραστηριοποίηση των αναρχικών/αντιεξουσιαστών κατά τα τελευταία χρόνια της χούντας, βλ. Κυριάκος Βασιλειάδης (2012), Ο αδελφός μου ο Στέλιος: Αναφορά μνήμης και καταγραφής των αντιεξουσιαστικών ημερών στα χρόνια της χούντας και της όψιμης μεταπολίτευσης (1970-1974), Νίκαια: Ρήγμα, σσ. 10-26.
25 Σχετικά με τις τομές της μεταπολιτευτικής πολιτικής που λειτούργησαν θετικά για την παγίωση του δημοκρατικού καθεστώτος και την αποδυνάμωση των διαιρετικών σχισμάτων του παρελθόντος, βλ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, Ηλίας Νικολακόπουλος, Χρήστος Λυριντζής (1996), «Εισαγωγή: Η ποιότητα και η λειτουργία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας», στο Χρ. Λυριντζής, Ηλ. Νικολακόπουλος & Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Κοινωνία και πολιτική: Όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, 1974-1994, Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 20. 
27 Η έννοια της «κατάσταση εξαίρεσης» έχει απασχολήσει σημαντικούς διανοητές της πολιτικής και νομικής επιστήμης, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Καρλ Σμιτ και πιο πρόσφατα ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν. Σχετικά, βλ. Βάλτερ Μπένγιαμιν (1983), Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας/Ο  Σουρρεαλισμός/Για την εικόνα του Προυστ, μτφρ. Μηνάς Παράσχης, Αθήνα: Ουτοπία και Καρλ Σμιτ (1994), Πολιτική Θεολογία, Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, μτφρ. Παναγιώτης Κονδύλης, Αθήνα: Λεβιάθαν, καθώς και Τζόρτζιο Αγκάμπεν (2007), Κατάσταση εξαίρεσης, μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, Αθήνα: Πατάκης. Για μια ενδιαφέρουσα συνδυαστική προσέγγιση των τριών παραπάνω στοχαστών, βλ. Λεωνίδας Μαρσιανός (2009), «Το ζωικό και το πολιτικό, Μια ανάγνωση των Καρλ Σμιτ, Βάλτερ Μπένγιαμιν και Τζόρτζιο Αγκάμπεν», Χουλιγκανιζατέρ, Ρεκτιφιέ στον επικίνδυνο νου, Β’ περίοδος/τεύχος I (IV), φθινόπωρο 2009, Αθήνα, σσ. 34-47. 
28 Σχετικά, βλ. Λογοθέτη Μαρλέν (2002), «Η κατασκευή της συναίνεσης στη Μεταπολίτευση. Καταστέλλοντας την κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95», στο Νίκος Δεμερτζής (επιμ.), Η πολιτική επικοινωνία στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήση, σσ. 281- 326 και ειδικότερα σσ. 291-303.


2 σχόλια:

  1. Οι εκδηλώσεις αριστερής νομιμοφροσύνης είχαν αρχίσει ήδη από το 1963 που η ΕΔΑ προσπαθούσε να καπελώσει (εκφυλίσει) τη μαραθώνια πορεία του Συνδέσμου Μπέρτραντ Ράσελ / για τον παγκόσμιο αφοπλισμό.
    Κατά τη γνωστή της τακτική είχε διασπείρει εγκάθετους μέσα στους οργανωτές για να "επιβλέπουν" και να "αναφέρουν". Απλώς οι καλές της προσπάθειες δεν είχαν ακόμα πείσει το καθεστώς.
    Δίδαγμα: το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένα κοινωνικό κίνημα είναι να πετάει τα κομματόσκυλα απ' έξω (και ειδικά τα αριστερά).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΗΓΕΣ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΟΣΚΕΛΕΙΖΩΝΤΑΣ ΑΛΗΘΗΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΨΕΣ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΚΑΛΑ ΑΣΤΑ ,,, ΚΥΡΙΑΚΟ ,!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή