.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

ΠΡΟΣ ΟΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Ή ΝΟΙΩΘΟΥΝ ΨΗΦΟΦΟΡΟΙ

(Με αφορμή την παρατεταμένη φετινή εκλογική φιέστα - "αυτοδιοικητικές" και ευρωεκλογές- και τον εξίσου παρατεταμένο "εορτασμό της δημοκρατίας", ένα παλιότερο)


   Το να ψηφίζει κάποιος στις βουλευτικές, ή άλλες εκλογές δεν είναι μια τόσο απλή υπόθεση, ούτε άλλο ένα δικαίωμα. Στις εκλογές υποτίθεται ότι οι υπήκοοι (και όχι πολίτες) καλούνται να ψηφίσουν το κόμμα, που θεωρούν, ότι θα βελτιώσει τις συνθήκες  ύπαρξης στην κοινωνία τους. Αυτό αποτελεί ολοφάνερη παραίτηση από την απευθείας ενασχόληση με τα κοινά και ταυτόχρονη εν λευκώ εκχώρηση αυτής της δυνατότητας στους «ειδικούς» της πολιτικής, δηλαδή τις κομματικές φατρίες.

   Έτσι, όποιος εκχωρεί εν λευκώ σε άλλους  τη δυνατότητά του να ασχολείται απ’ ευθείας με τα κοινά, ουσιαστικά παραιτείται από την ενασχόληση με τα κοινά και ιδιωτεύει. Κατ’ επέκταση δεν έχει κανένα εκ των υστέρων δικαίωμα να παραπονεθεί για τον τρόπο, που οι «ειδικοί» της πολιτικής έκαναν χρήση της δυνατότητάς του, την οποία τούς εκχώρησε. Αυτό ισχύει, ανεξάρτητα από το αν  κόμμα που ψήφισε έγινε κυβέρνηση, είτε όχι. Γιατί από τη στιγμή που δέχεται τους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, υποχρεούται να δεχτεί ότι κυβερνά ο πλειοψηφών, επομένως  συναίνεσε στο να υπάρξει κάποιος πλειοψηφών, ο οποίος θα τον κυβερνήσει.



Αυτό επιτάσσει η προσωπική συνέπεια και κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους όσους νιώθουν / είναι ψηφοφόροι, ότι το να αποποιούνται τις προσωπικές τους ευθύνες για μια διακυβέρνηση που την θεωρούν κακή, κρυβόμενοι πίσω από το ότι δεν ψήφισαν το εκάστοτε κυβερνόν κόμμα,  είναι στάση ανευθυνότητας.


     

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΚΑΚΙΑ ΤΡΟΪΚΑ, ΚΑΚΙΑ ΜΕΡΚΕΛ

    Πώς η εγχώρια κυρίαρχη ελίτ παρουσιάζει ως "απαιτήσεις" της τρόικας τις δικές της επιθυμίες και μεθοδεύσεις



     
    ΟΛΙΓΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
   Όπως έχουμε επισημάνει αλλού [1], η χώρα, από τη βυζαντινή εποχή ήδη, κυβερνάται από μια συνεχώς μεταλασσόμενη (επιφανειακά) άρχουσα ελίτ, η οποία έχει επιβιώσει τόσο τής σχετικώς βραχύβιας φραγκοκρατίας όσο και της οθωμανοκρατίας. Η άρχουσα αυτή ελίτ προέρχεται από τους φεουδάρχες της βυζαντινής εποχής (με κυριότερον από αυτούς την χριστιανορθόδοξη εκκλησία) και τους ραδιούργους και μηχανορράφους γραφειοκράτες της βυζαντινής αυλής (φαναριώτες). Η ελίτ αυτή είναι που το 1453 προτίμησε να παραδώσει τη χώρα στους θεωρούμενους (από αυτήν) ως πολιτισμικά εγγύτερούς της οθωμανούς, αντί να συμπορευτεί με την ανερχόμενη τότε οικονομικά και πολιτισμικά Δύση [1]. Επί τουρκοκρατίας η εν λόγω ελίτ μεταλλάχθηκε με χαρακτηριστικά βυζαντινή "ευελιξία" στους λαομίσητους τοποτηρητές και φοροεισπράκτορες των οθωμανών (κοτσαμπασήδες - δημογέροντες), εναντίον των οποίων έγινε κατά κύριο λόγο η επανάσταση του 1821. Ενώ μετά την κοινωνική αποτυχία τής επανάστασης, το οικονομικό σκέλος τής εν λόγω ελίτ μεταλλάχθηκε στους παρασιτικούς, κρατικοδίαιτους και διεφθαρμένους μεταπράτες, που παριστάνουν τους "αστούς" και τους "βιομηχάνους", το δε πολιτικό της σκέλος (απολύτως κατά τα πρότυπα των φαναριωτών του τουρκοβυζαντινού μεσαίωνα) μεταλλάχθηκε στον διαπλεκόμενο και εξίσου διεφθαρμένο εγχώριο "πολιτικό κόσμο".